φλοΐζω

φλοΐζω
Α [φλοιός]
(κυρίως παθ.) φλοΐζομαι
αποβάλλω τον φλοιό, βγάζω τη φλούδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιφλοίζω — Α ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τη φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλοΐζω «ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φλοϊσμός — ὁ, Α [φλοΐζω] η αφαίρεση τού φλοιού, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek

  • φλοϊστικός — ή, όν, Α [φλοΐζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φλοϊσμό 2. φρ. «ἡ φλοϊστική φυτῶν» (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κάθε είδους πλεκτών αντικειμένων από τον κυρίως φλοιό νεαρών δένδρων ή τών κλαδιών τους (Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”